-
1 ἡσύχιος
ἡσύχιος, ον, = ἥσυχος; ἡσύχιον δ' ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσϑαι Il. 21, 598, ruhig, im Stillen; ἁσύχιος εἰράνα Pind. P. 9, 40. Auch bei Plat. = ruhig, bedächtig, im Ggstz von ταχύς u. ὀξύς, Charm. 159 d ff, καὶ φρόνιμον ἦϑος Rep. X, 604 e; vgl. τρόπου ἡσυχίου ἐόντα Her. 1, 107; καὶ ἀπράγμων βίος Dem. 10, 70; Sp., τὸ ἡσύχιον καὶ σιωπηλόν Plut. Fab. Hax. 1; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης, die Ruhe des Friedens, Thuc. 1, 120. – Adv., ἡσυχίως ἀποκρίνασϑαι Plat. Theaet. 179 e.
-
2 ἡσύχιος
A still, quiet, at rest,ἡσύχιον δ' ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε Il.21.598
;εἰρήνα Pi.P.9.22
; also in Prose, τρόπον ἡ. of a quiet disposition, Hdt.1.107;οὐδ' ἡ. ὁ σώφρων βίος Pl.Chrm. 160b
; αἱ ἡ. πράξεις ib. c;τὸ ἡ. ἦθος Id.R. 604e
; οἱ ἡ. Antipho 3.2.1; τὸ ἡ. τῆς εἰρήνης (v.l. ἥσυχον) Th.1.120: [comp] Comp. - ώτερος more reposeful, Phld.Rh. 2.60S. Adv. , Pl.Tht. 179e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡσύχιος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий